στροβέλικα

στροβέλικα
η, Ν
(αεροναυτ.) προωθητήρας αεροσκαφών που αποτελείται από αεριοστρόβιλο ο οποίος δίνει κίνηση σε μια ή περισσότερες έλικες με τη βοήθεια ενός υποπολλαπλασιαστή στροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος + έλικα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”